ὁρμήσει' — ὁρμήσειε , ὁρμάω set in motion aor opt act 3rd sg (attic ionic) ὁρμήσειε , ὁρμέω to be moored aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απίδρομος — ο κ. δρομή, η υποχώρηση για να πάρει κανείς φόρα, για να ορμήσει πιο δυνατά (η λ. στον Βαλαωρίτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. επίδρομος < επιδραμείν] … Dictionary of Greek
επισίζω — ἐπισίζω και ἐπισίττω (Α) προτρέπω σκυλί να ορμήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σίζω «συρίζω»] … Dictionary of Greek
ξαμολώ — άω 1. αφήνω ελεύθερο κάποιον, ιδίως ζώο, για να ορμήσει ή να πέσει πάνω σε κάποιον, εξαπολύω 2. (για πρόσ.) στέλνω κάποιον εσπευσμένα να κάνει κάτι («ξαμόλησε όλους τους άνδρες τής ασφάλειας για να πιάσουν τους τρομοκράτες») 3. μέσ. ξαμολιέμαι… … Dictionary of Greek
ξαμόλημα — το [ξαμολώ] 1. το να αφήνεται ένα πρόσωπο ή ζώο ελεύθερο προκειμένου να πάει ή να ορμήσει κάπου 2. η βιαστική αποστολή κάποιου για να εκτελέσει μιαν εργασία … Dictionary of Greek
Νεστρόι, Γιόχαν — (Johann Nepomuk Eduard Ambrosius Nestroy, Βιέννη 1801 – Γκρατς 1862). Αυστριακός θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως λυρικός τραγουδιστής, αλλά πολύ γρήγορα αφοσιώθηκε στο δραματικό θέατρο και συνεργάστηκε με το… … Dictionary of Greek
ζυγιάζω — ζύγιασα, ζυγιάστηκα, ζυγιασμένος 1. ζυγίζω. 2. εξισορροπώ: Δε ζύγιασες καλά το φόρτωμα του ζώου. – Ο αϊτός ζυγιάζει τα φτερά του. 3. παθ., ζυγιάζομαι αιωρούμαι στον αέρα με ανοιχτές και ακίνητες τις φτερούγες: Το γεράκι ζυγιάστηκε για λίγο ψηλά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)